- ανταποτειχίζω
- ἀνταποτειχίζω (Α)χτίζω οχύρωμα για ν’ αντιμετωπίσω άλλο οχύρωμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνταποτειχίσαι — ἀνταποτειχίζω wall off aor inf act ἀνταποτειχίσαῑ , ἀνταποτειχίζω wall off aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)